αναγκερός

αναγκερός
-ή, -ό
1. άνθρωπος τής ανάγκης, πάμπτωχος
2. (για χωράφια, κτήματα κ.λπ.) ο μη αποδοτικός, άφορος, άγονος
3. αυτός που προκαλεί δαπάνες, προξενεί βλάβες, ασθένειες κ.ά., ο ζημιογόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάγκη + -ερός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανάγκη — Στηνοικονομία,α.ονομάζεται μια κατάσταση έλλειψης ικανοποίησης, την οποία συνοδεύει η επίγνωση (που μπορεί αργότερα να αποδειχτεί εσφαλμένη) της ύπαρξης ενός κατάλληλου μέσου να θέσει τέρμα σε αυτή την κατάσταση ή να επιφέρει ανακούφισή της και η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”